Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πῶς ποτ

См. также в других словарях:

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • CORONA — I. CORONA Urbs Daciae mediterranea forsan Palmissa antiqu. Nunc urbs Transylvaniae ad Burciam amnem, Stephanopolis et Brassovia etiam: munita in regiuncul. Burcza; ubi 3. suburbia, quorum unum Bulgari, 2. Hungari, 3. Saxones incolunt. 12. leuc.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NILOA — Graece Νειλῶα, fetum Aegyptiorum, sub ortum inundationis Nili, in huius honorem, celebrari folitum, unde et nomen. Heliodor. Aethiopicor. l. 9. Καὶ γάρ πως συνέπεσε Νειλῶα τότε τὴν μεγίςην ταῤ Αἰγυπτίων ἑορτὴν ενεςηκέναι, κατὰ τροπὰς μὲν τὰς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • εξαμπρεύω — ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον] σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ ἄνευ κανθηλίου» και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεκτρέχω — Α 1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως 3. συμπράττω («ἰδών ποτ αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.) 4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία 5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»